- ἀμήνιτος
- ἀμήνῑτος, ον, ([etym.] μηνίω)A not angry, Hdt.9.94;
βάξις A.Supp.975
;χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649
. Adv. -τως ib.1036.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάξις A.Supp.975
;χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649
. Adv. -τως ib.1036.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμήνιτος — ἀμήνιτος, ον (Α) ο μη οργισμένος ή μη οργίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»] … Dictionary of Greek
ἀμήνιτος — ἀμήνῑτος , ἀμήνιτος not angry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηνίτως — ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry adverbial ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήνιτον — ἀμήνῑτον , ἀμήνιτος not angry masc/fem acc sg ἀμήνῑτον , ἀμήνιτος not angry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηνίτῳ — ἀμηνί̱τῳ , ἀμήνιτος not angry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)